κοπίδερμος
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
English (LSJ)
ὁ, = μαστιγίας, Glossaria.
Greek Monolingual
κοπίδερμος, -ον (ΑM)
μσν.
(για δούλο) αυτός που έχει υποστεί περιτομή
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ό κοπίδερμος
άτομο άξιο μαστιγώματος, δούλος, μαστιγίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπίς + δέρμα].