κάλτσα

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478

Greek Monolingual

η (Μ κάλτσα)
πλεκτό ή υφαντό κάλυμμα, το οποίο περιβάλλει ολόκληρο το κάτω μέρος του ποδιού ή και ολόκληρο το πόδι, περικνημίδα, περιπόδιο
νεοελλ.
1. η μάλλινη περικνημίδα τών φουστανελλάδων
2. είδος πλέξης
3. φρ. «διαβόλου κάλτσα»
(για πρόσ.) πολύ έξυπνος, πολύ ικανός, τετραπέρατος, παμπόνηρος, πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. calza].