λαιμάσσω

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμάσσω Medium diacritics: λαιμάσσω Low diacritics: λαιμάσσω Capitals: ΛΑΙΜΑΣΣΩ
Transliteration A: laimássō Transliteration B: laimassō Transliteration C: laimasso Beta Code: laima/ssw

English (LSJ)

Att. λαιμάττω, (λαιμός B)

   A to be grcedy or hungry, Ar.Ec.1179 (lyr.), Herod.6.97; cf. λαιμώσσω.

German (Pape)

[Seite 7] att. λαιμάττω, gierig verschlingen, fressen, Ar. Eccl. 1178.

Greek (Liddell-Scott)

λαιμάσσω: Ἀττ. -ττω, (λαιμὸς) εἶμαι λαίμαργοςπειναλέος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1178, Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 6. 96.

Greek Monolingual

λαιμάσσω και λαιμώσσω, αττ. τ. λαιμάττω (Α)
τρώγω λαίμαργα, καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + επίθημα -άσσω (πρβλ. σπαρ-άσσω). Ο τ. λαιμώσσω < λαιμός + επίθημα -ώσσω, που δηλώνει ασθένεια (πρβλ. αμβλυ-ώσσω, καρδι-ώσσω)].