λέμβαρχος

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

German (Pape)

[Seite 28] ὁ, Befehlshaber eines λέμβος, VLL. erkl. οἱ τοῖς ἐφολκίοις πλέοντες.

Greek (Liddell-Scott)

λέμβαρχος: ὁ, ὁ κυβερνήτης λέμβου, ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἡσύχ.: «λέμβαρχοι· οἱ ἐφολκίοις πλέοντες».

Greek Monolingual

ο (Α λέμβαρχος)
νεοελλ.
1. κυβερνήτης λέμβου
2. υπαξιωματικός ή ναύτης ο οποίος οδηγεί λέμβο πολεμικού πλοίου
3. ο διοικητής του λεμβαρχείου
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «λέμβαρχοι
λιπόδερμοι
(καὶ οἱ ἐφολκίοις πλέοντες)».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + -αρχος].