κρυψίνοια
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
German (Pape)
[Seite 1517] ἡ, Hinterlist, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
κρυψίνοια: ἡ, τὸ κρύπτειν τὰ διανοήματα, ἡ ἰδιότης τοῦ κρυψίνου, Εὐστ. Πονημ. 93. 57.
Greek Monolingual
η (Μ κρυψίνοια) κρυψίνους
το να αποκρύπτει κάποιος τις σκέψεις ή τις πραγματικές του προθέσεις
νεοελλ.
συνεκδ. υποκρισία, προσποίηση.