κυριόλεκτος

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319

German (Pape)

[Seite 1536] im eigentlichen Sinne gesagt, gebraucht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυριόλεκτος: -ον, ἐν τῇ κυρίᾳ σημασίᾳ λεγόμενος ἢ τιθέμενος, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 891D, κλ.

Greek Monolingual

κυριόλεκτος, -ον (AM)
αυτός που λέγεται ή γράφεται ή εννοείται με την κύρια σημασία, κυριολεκτικός
αρχ.
αυτός που πήρε το όνομά του από τον Κύριο.
επίρρ...
κυριολέκτως (Α)
με κυριολεξία, κυριολεκτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. δύσ-λεκτος, πολύ-λεκτος].