Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυανοβόστρυχος

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
Pindar, Pythian, 8.95f.

German (Pape)

[Seite 1521] schwarzlockig, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνοβόστρυχος: -ον, ἔχων μέλαιναν κόμην, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κυανοβόστρυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει μελανόχρωμους βοστρύχους, μαυροπλόκαμος, μαυρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + βόστρυχος «μπούκλα» (πρβλ. ελικο-βόστρυχος, μυρο-βόστρυχος)].