Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(Α κρουσιμετρῶ, -έω) κρουσιμέτρης
νεοελλ.
εξετάζω το έδαφος με χτύπημα για να βρω υπόγεια φλέβα νερού
αρχ.
εξαπατώ κατά το ζύγισμα του σίτου χτυπώντας τη ζυγαριά («κρουσιμετρεῑν, ἐλλιπῶς μετρεῑν καὶ ἐνδεῶς», Ησύχ.).