ἀντιμέτωπος

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → silence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμέτωπος Medium diacritics: ἀντιμέτωπος Low diacritics: αντιμέτωπος Capitals: ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΣ
Transliteration A: antimétōpos Transliteration B: antimetōpos Transliteration C: antimetopos Beta Code: a)ntime/twpos

English (LSJ)

ον,

   A front to front, face to face, X.HG4.3.19, Ages.2.12, Hld.9.16.

German (Pape)

[Seite 255] (μέτωπον), mit entgegengekehrter Stirn, συνέῤῥαξέ τινι, vom Angriff in der Front, Xen. Hell. 4, 3, 19; Ages. 2, 12; Arr. An. 3, 15, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμέτωπος: -ον, πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, μέτωπον πρὸς μέτωπον, ἀλλ’ ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 19, Ἀγησ. 2. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
opposés front contre front, de front ; confronté.
Étymologie: ἀντί, μέτωπον.

Spanish (DGE)

-ον
que está cara a cara, de frente ἀ. συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις X.HG 4.3.19, cf. Ages.2.12, σφίσι ... ἀντιμέτωποι προσπεσόντες D.C.Epit.9.20.5, cf. Hld.9.16.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀντιμέτωπος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον
2. αντίπαλος.