λιθοξόος

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

German (Pape)

[Seite 45] Steine glättend, behauend, bearbeitend, ὁ λ., der Steinmetz, Plut. u. a. Sp., Rufin. 13 (V, 15); Man. 6, 419, von Thom. Mag. verworfen.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοξόος: ὁ, (ξέω) ἐργάτης λίθου ἢ μαρμάρου, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19, Ἀνθ. Π. 5. 15, Λουκ. Ἐνύπν. 9, ἔνθα ἴδε Hemst.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
tailleur de pierres.
Étymologie: λίθος, ξέω.

Greek Monolingual

ο (AM λιθοξόος)
ο τεχνίτης που λαξεύει λίθους και, κυρίως, μάρμαρα
αρχ.
γλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -ξόος (< ξόος < ξέω), πρβλ. κεραο-ξόος, λαο-ξόος.