πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
(AM μακρολογῶ, -έω) μακρολόγος1. μιλώ διεξοδικά, μακρηγορώ, πολυλογώ2. απεραντολογώ, φλυαρώ.