μαδάσκομαι

From LSJ
Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰδάσκομαι Medium diacritics: μαδάσκομαι Low diacritics: μαδάσκομαι Capitals: ΜΑΔΑΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: madáskomai Transliteration B: madaskomai Transliteration C: madaskomai Beta Code: mada/skomai

English (LSJ)

= sq. 1, of an ulcer, Steph. in Hp.2.488 D.

Greek Monolingual

μαδάσκομαι (Μ)
(για πληγή) είμαι υγρός, πυώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαδα- (βλ. μαδῶ) + επίθημα -σκομαι δηλωτικό ρ. που σημαίνουν αρχή πράξης ή κατάστασης].