μεριτεύομαι
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
Med.,
A divide among themselves, LXX Jb.40.25.
German (Pape)
[Seite 135] unter sich theilen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
μερῑτεύομαι: μέσ., «μοιράζομαι» μετ’ ἄλλων, Ἑβδ. (Ἰὼβ Μ. 25).
Greek Monolingual
μεριτεύομαι (Α) μερίτης
μοιράζομαι κάτι με άλλους.