μαχαιράδικο
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
το
εργαστήριο κατασκευής ή κατάστημα πώλησης μαχαιριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίρι + κατάλ. -άδικο (πρβλ. σκυλ-άδικο)].