μονόγονος

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόγονος Medium diacritics: μονόγονος Low diacritics: μονόγονος Capitals: ΜΟΝΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: monógonos Transliteration B: monogonos Transliteration C: monogonos Beta Code: mono/gonos

English (LSJ)

Ep. μουνό-, η, ον,

   A only-born, κούρη μουνογόνη, of Persephone, Opp.H.3.489 codd.; Δήμητρι καὶ Μουνογόνῃ IG9(2).305 (Tricca, ii B. C.); μουνογόναν τὸ ἕν [μανύει] Supp.Epigr.4.634 (Sardes, i B. C.).

German (Pape)

[Seite 202] u. p. μουνόγονος, allein, einzeln geboren, Opp. Hal. 3, 489, κούρη μουνογόνη. Vgl. μονογενής.

Greek (Liddell-Scott)

μονόγονος: Ἐπικ. μουν-, η, ον, μονογενής, κούρη μουνογόνη, ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, Ὀππ. Ἁλ. 3. 489· Δήμητρι καὶ Μουνογόνῃ Ἐπιγραφ. ἐν Ussing σ. 1.

Greek Monolingual

μονόγονος και επικ. τ. μουνόγονος, -η, -ον (Α)
1. μονογενής, μοναχοπαίδι
2. προσωνυμία της Περσεφόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + γόνος.