μετεωροκόπος

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεωροκόπος Medium diacritics: μετεωροκόπος Low diacritics: μετεωροκόπος Capitals: ΜΕΤΕΩΡΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: meteōrokópos Transliteration B: meteōrokopos Transliteration C: meteorokopos Beta Code: metewroko/pos

English (LSJ)

ὁ,

   A one who prates about high things, Cerc.4.45.

Greek Monolingual

μετεωροκόπος, ο (Α)
αυτός που φλυαρεί για υψηλά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος, θεατρο-κόπος.