ακοινοποίητος

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο κοινοποιώ
1. αυτός που δεν κοινοποιήθηκε, που δεν έγινε γνωστός στους πολλούς, αμάθευτος
2. αυτός που δεν πρέπει να κοινοποιηθεί, απόρρητος, μυστικός
3. (για έγγραφα) αυτός που δεν γνωστοποιήθηκε στους υφισταμένους ή τους ενδιαφερομένους
4. αυτός που δεν γνωστοποιήθηκε με νόμιμη κοινοποίηση.