Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
ο (Α ἀκοντισμός) ἀκοντίζω
η ακόντιση
νεοελλ.
αγώνισμα κατά το οποίο ρίχνεται έντεχνα το ακόντιο σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση με πνεύμα συναγωνισμού
μσν.
(για υγρά) ανάβρυσμα, αναπήδημα.