ακουστική

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source

Greek Monolingual

η
1. ο κλάδος της Φυσικής που ασχολείται με το σύνολο τών φυσικών φαινομένων, τα οποία αναφέρονται στις ιδιότητες, στην παραγωγή, στη διάδοση και στη λήψη τών ήχων
2. (κατ’ επέκτ.) η ιδιότητα ενός χώρου να ευνοεί ή όχι τη μετάδοση τών ήχων που παράγονται μέσα σ’ αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές, ουσιαστικοποιημένος τ. θηλ. του επιθ. ακουστικός, πρβλ. γαλλ. acoustique].