ἄκρυπτος

From LSJ
Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρυπτος Medium diacritics: ἄκρυπτος Low diacritics: άκρυπτος Capitals: ΑΚΡΥΠΤΟΣ
Transliteration A: ákryptos Transliteration B: akryptos Transliteration C: akryptos Beta Code: a)kruptos

English (LSJ)

ον,

   A unhidden, E.Andr.834, Aen.Tact.39.6. Adv. -τως Phryn.PSp.11 B.

German (Pape)

[Seite 85] unverdeckt, neben δῆλος Eur. Andr. 836.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκρυπτος: -ον, ὁ μὴ κεκρυμμένος, Εὐρ. Ἀνδρ. 836. -Ἐπίρρ. -τως, Α. Β. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non caché.
Étymologie: ἀ, κρυπτός.

Spanish (DGE)

-ον
1 no tapado, no escondido, al descubierto παλαίσματα A.Supp.296, βρόχος Aen.Tact.39.6, cf. E.Andr.834.
2 adv. -ως no celadamente Phryn.PS 11.

Greek Monolingual

και -φτος, -η, -ο (Α ἄκρυπτος, -ον)
αυτός που δεν τον έκρυψαν, ο φανερός
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί μυστικός, να κρυφτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. - + κρυπτὸς < κρύπτω.