ἀλάστορος
Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein
English (LSJ)
ον,
A under influence of an ἀλάστωρ, A.Fr.294: crying for vengeance, ἀλαστόροισιν ὀμμάτων κύκλοις S.Ant.974 (lyr.). II epith. of Zeus, avenging, Pherecyd. 175 J.
German (Pape)
[Seite 89] Nebenform von ἀλάστωρ, Aesch. frg. B. A. 382; ἀλαστόροισιν ὀμμάτων κύκλοις Soph. Ant. 962, fluchwürdig, gottlos geblendete.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλάστορος: -ον, ὁ ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν ἀλάστορος διατελῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 90 (κατ’ αἰτιατ. ἀρσ. ἀλάστορον): ὑποφέρων σκληρῶς, ἀλαστόροισιν ὀμμάτων κύκλοις, Σοφ. Ἀντ. 974 (λυρ.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui souffre cruellement;
2 envoyé par un dieu vengeur ou un mauvais génie ; funeste;
3 subst. ὁ ἀλάστορος mauvais génie.
Étymologie: ἀλάστωρ.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que exige venganza ἀλαστόροισιν ὀμμάτων κύκλοις S.Ant.974
•vengador epít. de Zeus, Pherecyd.175, en Tasos Thasos 3.p.127 (V a.C.).
2 subst. ὁ ἀ. genio maléfico πρευμενής ἀ. A.Fr.92a.
Greek Monolingual
ἀλάστορος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται υπό την επίδραση του κακού δαίμονα, που απαιτεί εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του επίθ. ἀλἀστωρ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλαστορία.