Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
η (Α ἀκρότης) ἄκροςέλλειψη μέτρου, υπερβολή, κατάχρησηαρχ.1. η μεγαλύτερη ένταση, ο ψηλότερος βαθμός, δυναμικότητα2. έσχατο σημείο, άκρο3. τελειότητα, κορυφή, αποκορύφωμα.