ἀλεξίμβροτος

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεξίμβροτος Medium diacritics: ἀλεξίμβροτος Low diacritics: αλεξίμβροτος Capitals: ΑΛΕΞΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: alexímbrotos Transliteration B: aleximbrotos Transliteration C: aleksimvrotos Beta Code: a)leci/mbrotos

English (LSJ)

ον,

   A protecting mortals, λόγχη Pi.N.8.30; ἀ. πομπαι sacred processions which shield men from ill, Id.P.5.91.

German (Pape)

[Seite 93] Menschen schützend, λόγχη Pind. N. 7, 30; πομπαί, Festaufzüge, die Fluch abwenden von den Menschen, P. 5, 91.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεξίμβροτος: -ον, ὁ προστατεύων τοὺς θνητούς, λόγχη, Πινδ. Ν. 8, 51· ἀλ. πομπαί, ἱεραὶ λιτανεῖαι πρὸς φύλαξιν τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ κακοῦ, ὁ αὐτ. Π. 5. 122.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui protège les mortels.
Étymologie: ἀλέξω, βροτός.

English (Slater)

ᾰλεξίμβροτος, -ον
   1 giving assistance to men Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πομπαῖς (sc. against illness) (P. 5.91) πελεμιζόμενοι ὑπ' ἀλεξιμβρότῳ λόγχᾳ (N. 8.30)

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
que salva a los mortales λόγχα Pi.N.8.30, πομπαί Pi.P.5.91.

Greek Monolingual

ἀλεξίμβροτος, -ον (Α)
1. αυτός που προστατεύει από το κακό τους θνητούς, τους ανθρώπους
2. φρ. «ἀλεξίμβροτοι πομπαί», ιερές λιτανείες για την προφύλαξη τών ανθρώπων από το κακό και τη δυστυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι- (< ἀλέξω) + βροτός.