αλατικό

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀλατικό)
η μερίδα του αλατιού που έδιναν παλαιότερα στους στρατευμένους για να τήν ανταλλάξουν κατόπιν με χρήματα και γενικά μισθός, σύνταξη (λατιν. salarium).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλας
απόδοση στα Ελληνικά του λατ. salarium, ουδ. του επίθ. salarius «ο σχετικός με το αλάτι», < sal-lis «αλάτι»].