ἀλλόχρως

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2

German (Pape)

[Seite 107] ωτος, dasselbe, Theophr.; fremd aussehend, nom., Eur. Andr. 879 Phoen. 138.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ωτος;
1 de couleur autre;
2 d’aspect étranger.
Étymologie: ἄλλος, χρώς.

Greek Monolingual

ἀλλόχρως (-ωτος), ο, η (Α)
αυτός που έχει άλλη, παράξενη μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + χρώς.