ἄμης

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301

German (Pape)

[Seite 123] ητος, ὁ, eine Art Kuchen, Ar. Plut. 999 (Schol. εἶδος πλακοῦντος γαλακτώδους, nach Moer. ἔγχυτος πλακοῦς); öfter bei Ath., z. B. aus Antiphan. VI, 262 c; vgl. XIV, 644 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμης: -ητος, ὁ, εἶδος πλακοῦντος μετὰ γάλακτος, Ἀριστοφ. Πλ. 999, Ἀντιφῶν ἐν «Δυσπράτῳ» 1, Μένανδ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 11, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ὁ) :
sorte de gâteau au lait.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Spanish (DGE)

-ητος, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-]
1 torta, pastel, bollo de leche Ar.Pl.999, Antiph.89, 305, Ephipp.8, Alex.163, Amphis 9, Men.Fr.425, Clearch.87, Lync. en Ath.647b, Ph.1.390, Plu.2.1112e, UPZ 89.9 (graf. αμτος), Alciphr.3.12.2, POxy.1297.17 (IV a.C.).
2 horno ἡ (ὄπτησις) ἐν τῷ ἄμητι Dieuch. en Orib.4.5.2.

• Etimología: Quizá en rel. c. ἄμη, q.u.

Greek Monolingual

ἄμης (-ητος), ο (Α)
είδος γαλατόπιτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να έχει κάποια σχέση με το ρ. ἀμῶμαι (-άομαι) «συγκεντρώνω, συγκομίζω» κατά το σχήμα πλανῶμαι -πλάνης ή με το ουσ. ἄμη «φτυάρι, κουβάς» κατά το σχήμα γύμνης-γυμνός.