αμέλεια
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
η (Α ἀμέλεια) [ἀμελὴς (Ι)]
έλλειψη φροντίδας, ενδιαφέροντος και προσοχής, παραμέληση, αδιαφορία
νεοελλ.
(ως νομικός όρος) απροσεξία που συνεπάγεται ποινή
«φόνος εξ αμελείας», χωρίς πρόθεση, χωρίς δόλο.