αμέλεια

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

η (Α ἀμέλεια) [ἀμελὴς (Ι)]
έλλειψη φροντίδας, ενδιαφέροντος και προσοχής, παραμέληση, αδιαφορία
νεοελλ.
(ως νομικός όρος) απροσεξία που συνεπάγεται ποινή
«φόνος εξ αμελείας», χωρίς πρόθεση, χωρίς δόλο.