αμυντήριος
From LSJ
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
Greek Monolingual
ἀμυντήριος, -ον (Α) ἀμυντήρ
1. ο κατάλληλος για άμυνα, αμυντικός
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμυντήριον
α) μέσον άμυνας
β) οχύρωμα, προπύργιο
γ) αντιφάρμακο, αντίδοτο
δ) αμυντικό όπλο
ε) διέξοδος, διαφυγή.