ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
-η, -ο (Α ἀμφίρροπος, -ον)1. αυτός που κλίνει και προς τα δύο μέρη2. αμφίβολος, αβέβαιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -ροπος < ροπὴ < ρέπωπρβλ. και αμφιρρεπής].