ἀμφίφαλος

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίφᾰλος Medium diacritics: ἀμφίφαλος Low diacritics: αμφίφαλος Capitals: ΑΜΦΙΦΑΛΟΣ
Transliteration A: amphíphalos Transliteration B: amphiphalos Transliteration C: amfifalos Beta Code: a)mfi/falos

English (LSJ)

κυνέη helmet

   A with double φάλος, Il.5.743, 11.41, Q.S. 3.334.

German (Pape)

[Seite 145] Hom. zweimal, κρατὶ δ' ἐπ' ἀμφίφαλον κυνέην θέτο τετραφάληρον Iliad. 5, 743. 11, 41, entw. ein Helm, der ringsum mit Buckeln (metallenen Knöpfen, die zur Zierde u. zum Schutz dienen) versehen ist, od. nach Buttm. Lex. II, 242 ein Helm, dessen Bügel vom Busch aus nach der Stirn u. nach dem Hinterkopfe geht; vgl. τετραφάληρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίφαλος: ἀμφίφαλον κυνέην «φαλοὺς περὶ αὐτὴν ἔχουσαν· φαλοὶ δέ εἰσιν οἱ κατὰ τὸ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας ἀσπιδίσκοι» (σχόλ.), Ἰλ. Ε. 743, Λ. 41· ἴδε ἐν λ. φαλὸς [[[φάλος]]].

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux cimiers.
Étymologie: ἀμφί, φάλος.

English (Autenrieth)

(φάλος): double-ridged, double-crested, of a helmet with divided crest. (Il.)

Spanish (DGE)

(ἀμφίφᾰλος) -ον
de doble penacho κυνέη Il.5.743, 11.41, Q.S.3.334, cf. EM 1226.

Greek Monolingual

ἀμφίφαλος, -ον (Α)
(για περικεφαλαία) αυτή που έχει δυο φάλους, δύο προεξοχές όμοιες με κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + φάλος].