ανακάτωτος

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει υποστεί ανάδευση, ανακίνηση, ανατάραξη
2. αυτός που δεν έχει υποστεί ανάμιξη, αμιγής, ανόθευτος
3. αυτός που δεν αναμίχθηκε σε ξένη υπόθεση, αμέτοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατωτός < ανακατώνω. Η σημ. της αρνήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου].