ἀναπλημμύρω

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A make overflow, ἀνεπλήμμῡρε θάλασσαν Q.S.14.635.

German (Pape)

[Seite 202] überfluthen lassen, θάλασσαν Qu. Sm. 14, 634.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπλημμύρω: κάμνω νὰ πλημμυρήσῃ, ἀνεπλήμμῡρε θάλασσαν Κόϊντ. Σμ. 14. 635.

Spanish (DGE)

hacer desbordarse θάλασσαν de Posidón Q.S.14.635.

Greek Monolingual

ἀναπλημμύρω (Α)
κάνω κάτι να πλημμυρίσει.