αναχαιτίζω
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Greek Monolingual
(AM ἀναχαιτίζω)
εμποδίζω, ανακόπτω, σταματώ κάτι
μσν.
(αμτβ.)
1. (για ποταμό) ανακόπτω την ορμή ή τη ροή μου, σταματώ
2. (για λόγο) χάνω τη συνέχειά μου
αρχ.
Ι. (αμτβ.)
1. (για άλογο) κουνώ τη χαίτη προς τα πίσω, σηκώνομαι στα δυο πισινά πόδια
2. (για ανθρώπους) μτφ. είμαι ή γίνομαι ανυπάκουος, απείθαρχος
II. (μτβ.)
1. ανατρέπω, καταστρέφω
2. αποφεύγω υποχρεώσεις, απαλλάσσομαι από ασχολίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + χαιτίζω < χαίτη.