αναχαιτίζω

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

(AM ἀναχαιτίζω)
εμποδίζω, ανακόπτω, σταματώ κάτι
μσν.
(αμτβ.)
1. (για ποταμό) ανακόπτω την ορμή ή τη ροή μου, σταματώ
2. (για λόγο) χάνω τη συνέχειά μου
αρχ.
Ι. (αμτβ.)
1. (για άλογο) κουνώ τη χαίτη προς τα πίσω, σηκώνομαι στα δυο πισινά πόδια
2. (για ανθρώπους) μτφ. είμαι ή γίνομαι ανυπάκουος, απείθαρχος
II. (μτβ.)
1. ανατρέπω, καταστρέφω
2. αποφεύγω υποχρεώσεις, απαλλάσσομαι από ασχολίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + χαιτίζω < χαίτη.