ἀναχωρητικός

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχωρητικός Medium diacritics: ἀναχωρητικός Low diacritics: αναχωρητικός Capitals: ΑΝΑΧΩΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anachōrētikós Transliteration B: anachōrētikos Transliteration C: anachoritikos Beta Code: a)naxwrhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to retire; τὸ ἀ. Arr.Epict.2.1.10.

German (Pape)

[Seite 215] zum Zurückweichen geneigt, Arr.; einsiedlerisch, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχωρητικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ ἀποχωρήσῃ, τὸ ἀναχωρητικὸν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 10.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1eremítico, Apoph.Patr.M.65.152A
ref. a una tórtola habituado a vivir apartado, solitario ὁ Φυσιολόγος ἔλεξε περὶ τῆς τρυγόνος ὅτι αὕτη μονόγαμός ἐστι καὶ ἀναχωρητικὴ πάνυ Phys.A 93.1.
2 subst. τὸ ἀ. acción de retraerse o echarse atrás Arr.Epict.2.1.10.
II adv. -ῶς a modo de anacoreta Gr.Naz.M.37.172C.

Greek Monolingual

-ή, -όν (AM ἀναχωρητικός, -ή, -όν)
1. αυτός που αγαπάει την απομάκρυνση από την ομαδική ζωή
2. αυτός που ρέπει στην ασκητική ζωή
3. αυτός που αρμόζει στην ασκητική ζωή.