ἀνδριαντοποιός

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδριαντοποιός Medium diacritics: ἀνδριαντοποιός Low diacritics: ανδριαντοποιός Capitals: ΑΝΔΡΙΑΝΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: andriantopoiós Transliteration B: andriantopoios Transliteration C: andriantopoios Beta Code: a)ndriantopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A sculptor, Pi.N.5.1, Pl.R.54cc, etc.; statuary in bronze (cf. ἀνδριάς), opp. λιθουργός, Arist.EN1041a11.

German (Pape)

[Seite 217] ὁ, Bildsäulen machend, Bildhauer, Pind. N. 5, 1; Plat. Alc. II, 140 c u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδριαντοποιός: -οῦ, ὁ, ὁ κατασκευάζων ἀνδριάντας, ἀνδριαντουργός, Πινδ. Ν. 5. 1, Πλάτ. Πολ. 540C, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
statuaire, sculpteur.
Étymologie: ἀνδριάς, ποιέω.

English (Slater)

ἀνδρῐαντοποιός
   1 sculptor οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ, ὥστ' ἐλινύσοντα ἐργάζεσθαι ἀγάλματ (N. 5.1)

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
escultor οὐκ ἀνδριαντοποιὸς εἰμί Pi.N.5.1, οἱ ἀρχαῖοι γραφεῖς καὶ ἀνδριαντοποιοί Arist.Pr.895b37, ἀνδριαντοποιοὶ μίμησιν σώματος ποιέουσιν Hp.Vict.1.21, οἰκοδόμων καὶ ἀνδριαντοποιῶν Plu.2.99a, τὸν ἀνδριαντοποιὸν Φειδίαν ... χαλκὸν λαβόντα ... ἀνδριάντας ἀπεργάσασθαι Ph.1.370, cf. Pl.R.540c, Io 533b, Plt.277a, Luc.Phal.1.11, Didyma 81.10
esp. escultor en bronce op. λιθουργός Arist.EN 1141a11.

Greek Monolingual

ο (Α ἀνδριαντοποιός)
κατασκευαστής ανδριάντων.