ανέγνωρος
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
Greek Monolingual
-η, -ο γνωρίζω
1. αγνώριστος, άγνωστος
2. αχάριστος, αγνώμων.
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
-η, -ο γνωρίζω
1. αγνώριστος, άγνωστος
2. αχάριστος, αγνώμων.