ανδρόγυνο
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
και αντρόγυνο και αντρόγενο, το (Μ ἀνδρόγυνον)
ζεύγος νόμιμων συζύγων
μσν.
άνδρας και γυναίκα που συζούν.