ἀνεξάντλητος
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
German (Pape)
[Seite 223] unerschöpflich, Io. Chrys.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξάντλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξαντλήσῃ, «ἀτελείωτος», Ἰω. Χρυσ. - Ἐπίρρ. -τως Γεωργ. Παχυμ. Μιχ. Παλ. 1, σ. 20C.
Spanish (DGE)
-ον
inagotable φρεάτων τινῶν βάθος ... ὕδατος Procop.Gaz.M.87.1264D.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεξάντλητος, -ον)
αυτός που δεν εξαντλείται, αστείρευτος.