ἀνήσυχος

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήσυχος Medium diacritics: ἀνήσυχος Low diacritics: ανήσυχος Capitals: ΑΝΗΣΥΧΟΣ
Transliteration A: anḗsychos Transliteration B: anēsychos Transliteration C: anisychos Beta Code: a)nh/suxos

English (LSJ)

   A inquietus, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήσυχος: -ον, ὁ μὴ ἥσυχος, Γλωσσ.

Spanish (DGE)

-ον
que no descansa Nil.M.79.1109B
inquietus, Gloss.2.227.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀνήσυχος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται σε ψυχική ταραχή, αγωνία
2. αυτός που δεν ησυχάζει ποτέ, αεικίνητος
3. άτακτος
4. αυτός που βρίσκεται σε σωματική αγωνία από κάποια αρρώστια
5. πολυπράγμων, αυτός που έχει διαρκώς πνευματικές ή μεταφυσικές αναζητήσεις, ανικανοποίητος.