ανθρωποθάλασσα
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
Greek Monolingual
η
λαοθάλασσα, πλήθος ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + θάλασσα. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].