ανθοπώλης
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
ο (Α ἀνθοπώλης) (θηλ. ἀνθόπωλις και ἀνθοπῶλις, η)
αυτός που πουλά λουλούδια, έμπορος ή μεταπράτης λουλουδιών.