αντάρτης

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. αντάρτισσα, η) (AM ἀντάρτης) ανταίρω
ο στασιαστής, αυτός που μετέχει σε ένοπλη εξέγερση εναντίον της κρατικής εξουσίας ή πολιτικού καθεστώτος
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει σε άτακτο, αντάρτικο, στρατιωτικό σώμαπάει αντάρτης στη Μακεδονία»)
2. (συνήθως για παιδί) ο ανυπάκουος, ο απείθαρχος.