ἀνθρωπουργία
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
German (Pape)
[Seite 235] ἡ, das Menschenschaffen, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπουργία: ἡ, -ουργός, όν, (*ἔργω) = ἀνθρωποποιία, -ποιός, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ἀνθρωπουργία, η (Μ)
η ανθρωποποιία.