ανοχύρωτος

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο χωρίς οχυρωματικά έργα
2. πόλη ή περιοχή την οποία η αρμόδια στρατιωτική διοίκηση έχει κηρύξει ως «ανοχύρωτη» ή «ανυπεράσπιστη» σε περίοδο πολέμου για να προστατευθούν ο άμαχος πληθυσμός, τα κτήρια και τα μνημεία της, από επιθέσεις και βομβαρδισμούς.