αντιπαθώ

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἀντιπαθῶ, -έω) αντιπαθής
νεοελλ.
αισθάνομαι αντιπάθεια για κάποιον
αρχ.-μσν.
έρχομαι σε αντίθεση, αντιδρώ
μσν.
χρησιμεύω ως αντιφάρμακο
αρχ.
1. επηρεάζομαι
2. δέχομαι αντίθετη επίδραση
3. (Μετρ.) εμφανίζω αντιπάθεια, αντίσπαση του ρυθμού.