ἀπανδόκευτος

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπανδόκευτος Medium diacritics: ἀπανδόκευτος Low diacritics: απανδόκευτος Capitals: ΑΠΑΝΔΟΚΕΥΤΟΣ
Transliteration A: apandókeutos Transliteration B: apandokeutos Transliteration C: apandokeftos Beta Code: a)pando/keutos

English (LSJ)

ον,

   A without an inn to rest at, ὁδός Democr.230.

German (Pape)

[Seite 278] ohne Gastgelage, Democrit. bei Stob.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπανδόκευτος: -ον, ἄνευ πανδοκείου πρὸς ἀνάπαυσιν, βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 154. 38.

Spanish (DGE)

-ον carente de posadas ὁδός Democr.B 230.

Greek Monolingual

ἀπανδόκευτος (-ον) (Α) πανδοκεύω
αυτός που δεν έχει πανδοχείο για να ξεκουραστούν οι ταξιδιώτες («βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος», Δημόκρ.).