απειρία
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
(I)
η (AM ἀπειρία) [[[άπειρος]](Ι)]
έλλειψη πείρας, άγνοια, ανεπιτηδειότητα.———————— (II)
η (AM ἀπειρία) [[[άπειρος]] (II)]
το να είναι κάτι απειροπληθές, να μη μπορεί να μετρηθεί
αρχ.
1. αιωνιότητα
2. άπειρο διάστημα.