απειρία

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

(I)
η (AM ἀπειρία) [[[άπειρος]](Ι)]
έλλειψη πείρας, άγνοια, ανεπιτηδειότητα.———————— (II)
η (AM ἀπειρία) [[[άπειρος]] (II)]
το να είναι κάτι απειροπληθές, να μη μπορεί να μετρηθεί
αρχ.
1. αιωνιότητα
2. άπειρο διάστημα.