Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(AM ἀποβιβάζω)
βγάζω απο το πλοίο στη στεριά ή από άλλο συγκοινωνιακό μέσο σε κατάλληλο χώρο.