λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
η (AM ἄπνοια)νηνεμία, έλλειψη κάθε πνοής ανέμουαρχ.1. καταφύγιο από τον άνεμο2. διάλειψη ή παύση της αναπνοής.