αποθάρρυνση
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
Greek Monolingual
η
1. στέρηση ή έλλειψη θάρρους, αποκαρδίωση
2. η αποτροπή από του να κάνει κάποιος κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποθαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Γεώργ. Παπασλιώτη].